Ἥβη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥβῃ — Ἥβη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥβῃ — ἥβη youthful prime fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
ήβη — η 1. η ηλικία (από 12 ή 14 ως 18 με 20 χρονών) που ο άνθρωπος από παιδί γίνεται ώριμος άντρας ή γυναίκα: Στην αρχή της ήβης οι νέοι αντιμετωπίζουν πολλά ψυχολογικά προβλήματα. 2. το μέρος του σώματος όπου βρίσκονται τα γεννητικά όργανα, καθώς και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πότνια Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει. — См. Геба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἥβηι — Ἥβῃ , Ἥβη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥβηι — ἥβῃ , ἥβη youthful prime fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕБА — • Ήβη, Iuventas, олицетворенная вечная юность, дочь Зевса и Геры (Hesiod. theog. 950), служительница богов, наливающая им нектар (Ноm. Il. 4, 2), живущая в браке с обоготворенным Гераклом (см. Hercules, Геркулес, 12). Ей поклонялись… … Реальный словарь классических древностей
Ἡβᾶν — Ἥβη fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)